Τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ δήλωσαν σήμερα πως η αποκάλυψη της Μέγκαν, δούκισσας του Σάσεξ, σε ένα άρθρο που δημοσιεύεται στους New York Times, ότι απέβαλε τον Ιούλιο, «είναι ένα βαθιά προσωπικό ζήτημα το οποίο δεν θα σχολιάσουμε».

Εξάλλου, πηγή του παλατιού δήλωσε πως υπάρχει μια κατανοητή λύπη στη βασιλική οικογένεια για την αποκάλυψη της συζύγου του πρίγκιπα Χάρι.

Οι σπαρακτικές αποκαλύψεις της Μέγκαν Μαρκλ

Την πιο δύσκολη περίοδο που βίωσε τον περασμένο Ιούλιο καθώς απέβαλε στο δεύτερο παιδί της, αποκάλυψε για πρώτη φορά η Μέγκαν Μαρκλ. Η δούκισσα του Σάσεξ με ένα συγκινητικό αλλά και δυνατό άρθρο στους New York Times περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό και ανθρώπινο την «αφόρητη θλίψη» που βίωσε μετά την οδυνηρή συναισθηματικά εμπειρία της αποβολής της.

Η Μαρκλ στο άρθρο της με τίτλο «Οι απώλειες που μοιραζόμαστε» μοιράζεται ανοιχτά τα συναισθήματά της κι εξηγεί μεταξύ άλλων πως το να χάνεις ένα παιδί σημαίνει ότι κουβαλάς μια σχεδόν αφόρητη θλίψη, που πολλές γυναίκες έχουν αισθανθεί αλλά λίγες μιλούν ανοιχτά γι’ αυτήν.

Περιγράφει ακόμη τη συγκλονιστική στιγμή που συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, όταν είχε μόλις αλλάξει πάνα στον Άρτσι, στο σπίτι τους στο Λος Άντζελες.

«Ένιωσα μια έντονη κράμπα. Έπεσα στο πάτωμα με εκείνον στα χέρια μου, μουρμουρίζοντας ένα νανούρισμα για να κρατηθούμε και οι δύο ήρεμοι. Ο χαρωπός ρυθμός ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την αίσθησή μου ότι κάτι πήγαινε στραβά», γράφει.

Και συνεχίζει: «Ήξερα, καθώς κρατούσα το πρωτότοκο παιδί μου, ότι έχανα το δεύτερο... Ώρες αργότερα, ήμουν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, κρατώντας το χέρι του άνδρα μου. Αισθάνθηκα το μουσκεμένο του χέρι και φίλησα τις αρθρώσεις, υγρές από τα δάκρυα και των δυο μας. Με το βλέμμα καρφωμένο στους ψυχρούς, λευκούς τοίχους, προσπάθησα να φανταστώ πώς θα μπορούσαμε να επουλώσουμε τις πληγές μας.

Μέσα στον πόνο για την απώλειά μας, ο σύζυγός μου και εγώ ανακαλύψαμε πως σε μια αίθουσα με 100 γυναίκες, 10 έως 20 από αυτές θα υπέφεραν από μια αποβολή. Κι όμως, παρά τη συγκλονιστική ομοιότητα αυτού του πόνου, η συζήτηση παραμένει ταμπού γεμάτη (αδικαιολόγητη) ντροπή και διαιωνίζει έναν κύκλο μοναχικού πένθους»

«Θυμήθηκα ένα στιγμιότυπο την περασμένη χρονιά, όταν ο Χάρι κι εγώ ολοκληρώναμε την μεγάλη περιοδεία μας στη Νότια Αφρική. Ήμουν εξαντλημένη. Θήλαζα τον γιο μας και προσπαθούσα να δείχνω γενναία στα μάτια του κόσμου. “Είστε καλά;” με ρώτησε ένας δημοσιογράφος.

Του απάντησα ειλικρινά, χωρίς να ξέρω ότι αυτό που έλεγα θα έκανε πολλά άτομα να ταυτιστούν μαζί μου – νέες και έμπειρες μαμάδες ή άλλους ανθρώπους που υπέφεραν σιωπηλά. Η αυθόρμητη απάντησή μου φαίνεται πως έδωσε σε κάποιους το κίνητρο να αποκαλύψουν την δική τους αλήθεια. Όμως αυτό που με βοήθησε πιο πολύ δεν ήταν η ειλικρινής απάντηση, αλλά η ίδια η ερώτηση.

“Σ’ ευχαριστώ που ρωτάς. Δεν με ρωτάει πολύς κόσμος αν είμαι καλά“, απάντησα. Καθισμένη τώρα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, και βλέποντας την καρδιά του άνδρα μου να ραγίζει ενώ προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της δικής μου καρδιάς, συνειδητοποίησα ότι ο μόνος τρόπος να ξεκινήσει η επούλωση ήταν καταρχάς να ρωτήσω “Είσαι καλά;”. Είμαστε;

Αυτή η χρονιά έχει φέρει τόσο πολλούς από εμάς στα όριά μας. Καθένας από εμάς έχει βιώσει απώλεια και πόνο το 2020, στιγμές γεμάτες ένταση και συναισθήματα που σε παραλύουν…», γράφει μεταξύ άλλων.

Για να καταλήξει: «Προσαρμοζόμαστε σε μια νέα κανονικότητα, όπου τα πρόσωπα καλύπτονται από μάσκες, αλλά μας υποχρεώνουν να κοιτάμε ο ένας τον άλλον στα μάτια. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, ως άνθρωποι βλέπουμε πραγματικά ο ένας τον άλλον. Είμαστε εντάξει; Θα είμαστε!».





ΠΗΓΗ